περιαγόμενον

περιαγόμενον
περϊαγόμενον , περιάγω
lead
pres part mp masc acc sg
περϊαγόμενον , περιάγω
lead
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • обращаѥмъ — (6*) прич. страд. наст. к обращати. 1.В 1 знач.: г҃ь на сп҃сениѥ д҃ша. хѹдожьство помысли. имѹще дъвѣ на десѧте кади. ˫аже землею обращаѥма. почьрпаѥть слѹжащиихъ д҃ша. (στρεφομένη) ΚΕ XII, 278а; ˫ако же ѡчима ѡбращаѥмома. видѣти испытно… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κοτυλιαίος — α, ο (Α κοτυλιαίος, αία, ον και κοτυλιεῑος, εία, ον) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη τού ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος») αρχ. αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῑζον ἦν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”